ΠΕΤΑΕΙ Ο ΑΕΤΟΣ;
Αξιόλογου πολιτικού συμβολισμού ήταν η προσπάθεια του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, κ. Παναγιώτη Ψωμιάδη, να ‘πετάξει’ στον ουρανό της Δευτερεύουσας (το ‘Συμπρωτεύουσα’, εκτός από ακαλαίσθητο, είναι και -σκόπιμα- παραπλανητικό) έναν τεράστιο χαρταετό, διαστάσεων 5χ5 μέτρα, τηρώντας έτσι το έθιμο που ταλαιπωρεί κάθε χρόνο μπαμπάδες (που πασχίζουν να εντυπωσιάσουν τον μπόμπιρά τους με τις ικανότητές τους στο πέταγμα του αετού) και τεχνικούς της Δ.Ε.Η. (που τρέχουν να ξεμπερδέψουν τα κατορθώματα των προηγούμενων). Η κατασκευή του χαρταετού ήταν τόσο πρόχειρη (για την αισθητική του ας μη σχολιάσω καλύτερα), ώστε τα λεπτά ξυλαράκια που αποτελούσαν το σκελετό του τσάκισαν σχεδόν αμέσως υπό το ίδιο του το βάρος. Το όραμα του Νομάρχη να υψώσει ‘το μεγαλύτερο χαρταετό των Βαλκανίων’ μπορεί να τελείωσε άδοξα, χρησιμεύει, ωστόσο, ως καλή αφετηρία κριτικής των πολιτικών του πεποιθήσεων και πρακτικών.
Ο κ. Ψωμιάδης εδώ και αρκετά χρόνια έχει αναγάγει το λαϊκισμό και την ‘εύκολη’ δεξιά ρητορεία σε προνομιακό πεδίο πολιτικής δραστηριοποίησής του. Το περιστατικό με τον χαρταετό προσφέρεται για παραλληλισμούς με τη λαϊκιστική πολιτική γενικά:
Ο λαϊκιστής δεν επιθυμεί να διακριθεί σε κάτι νέο, να πρωτοπορήσει, να καινοτομήσει. Θέλει απλώς να εντυπωσιάσει με το μέγεθος, το σχήμα, την εξωτερική εμφάνιση, ακόμη και αν αυτό που κάνει ή προτείνει είναι κάτι ανεδαφικό, μια μπούρδα, ένας τεράστιος χαρταετός που διαλύεται στο πρώτο φύσημα του ανέμου. Πασχίζει να υπερθεματίσει σε καθημερινά πράγματα που τα συναντάς σχεδόν παντού. Αυτό μπορεί να του προσφέρει ανέξοδη και χωρίς ιδιαίτερο ρίσκο δημοσιότητα και δημοφιλία. Έτσι, επαίρεται για το μεγαλύτερο χαρταετό, τη μεγαλύτερη σημαία, το μεγαλύτερο χριστουγεννιάτικο δέντρο, το μεγαλύτερο ανδριάντα, τη μεγαλύτερη εκκλησία, πλατεία κλπ. Επιλέγει χρονικές περιόδους χαλαρές -συνήθως αργιών- και δραστηριότητες χωρίς ιδιαίτερο πολιτικό ή κοινωνικό υπόβαθρο.
Αν και αυτό που υπογραμμίζει είναι ο υπερθετικός βαθμός (το πιο μεγάλο, το πιο ακριβό κλπ.), αυτό που προτάσσει και τελικά αυτό που ενθουσιάζει τα πλήθη είναι ο συγκριτικός: ότι είμαστε καλύτεροι, πλουσιότεροι, ισχυρότεροι από κάποιους ή απ’ όλους τους άλλους. Και, μάλιστα, στην άλλη πλευρά της σύγκρισης θέτει όποιον η ιδεολογία και η ρητορεία του υπονοεί ως εχθρό ή ως απειλή (ο λαϊκισμός απαιτεί φανατισμό και αυτός με τη σειρά του εχθρούς και επιβουλές για να επιβιώσει): τα κομμουνιστικά καθεστώτα αναζητούσαν αφορμές σε κάθε πεδίο προκειμένου να πείσουν τους λαούς τους για την υπεροχή του πολιτικο-οικονομικού τους συστήματος έναντι του αντίστοιχου καπιταλιστικού, ενώ το ίδιο έπραττε και η άλλη πλευρά του παραπετάσματος. Παρομοίως και οι πολιτικοί με εθνικιστικό προσανατολισμό προσπαθούν να επιδείξουν στις μάζες σημεία υπεροχής του έθνους τους έναντι των άλλων (κυρίως γειτονικών ή εχθρικών) που όμως δεν συνδέονται με τον πυρήνα της οικονομικής, πολιτικής ή κοινωνικής τους ανάπτυξης αλλά με περιφερειακά, συχνά ασήμαντα γεγονότα.
Πρόσφορο πεδίο τέτοιων συγκρίσεων, που συνήθως δεν αντανακλούν και αντίστοιχα ισχυρό οικονομικό ή κοινωνικό σύστημα, είναι ο αθλητισμός, οι διαγωνισμοί ομορφιάς, τραγουδιού κλπ. Το κλασικό λογικό σχήμα που χρησιμοποιείται είναι να επεκτείνεται η υπεροχή κάποιου ή κάποιων προσώπων μιας ορισμένης υπηκοότητας έναντι κάποιων άλλων προσώπων διαφορετικής υπηκοότητας στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου αγώνα ή διαγωνισμού, σε υπεροχή γενικά ενός έθνους ή ενός πολιτικού συστήματος έναντι ενός άλλου. Αυτή η μανία για υπεροχή έναντι του άλλου, που δεν εδράζεται στην ανάγκη για ποιοτική αξιολόγηση των οικονομικών, κοινωνικών ή πολιτικών δομών μιας κοινωνίας σε σχέση και με τον περίγυρό της, αλλά στη γενίκευση περιθωριακών και εν πολλοίς συμπτωματικών γεγονότων, τυγχάνει ένθερμης υποδοχής και ικανοποίησης από πολιτικούς φορείς με έντονη ροπή στο λαϊκισμό.
Αξιοσημείωτο είναι, τέλος, το γεγονός ότι συνήθως η σκοπιμότητα (και τελικά η μιζέρια) των φορέων τέτοιων αντιλήψεων προδίδεται και από το πεδίο στο οποίο επιλέγουν να κάνουν τη σύγκρισή τους, προκειμένου να αυτοϊκανοποιηθούν εθνικά ή ιδεολογικά. Αναζητούν ένα πεδίο σύγκρισης αφενός προνομιακό (και αυτό μαρτυρά πού πραγματικά εντάσσουν και οι ίδιοι το κράτος τους) και αφετέρου εμπλεκόμενο με τον ‘εχθρό’ που θέλουν να εμφανίσουν ως κατώτερο. Έτσι, ο Νομάρχης Θεσσαλονίκης θα πετούσε ‘το μεγαλύτερο χαρταετό των Βαλκανίων’ (άραγε σε πόσες άλλες χώρες των Βαλκανίων ή της υπόλοιπης Ευρώπης να υπάρχει το έθιμο του χαρταετού, ώστε να έχει νόημα η σύγκριση;) και γενικά στη χώρα μας η σύγκριση γίνεται κατά κανόνα σε επίπεδο Βαλκανίων, Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής κλπ., προδίδοντας μια απίστευτη μιζέρια ως προς το ποιους θεωρούμε ως ανταγωνιστές μας στο σύγχρονο κόσμο (δηλαδή σχεδόν τους ίδιους που θεωρούσαμε ανταγωνιστές κατά τους Βαλκανικούς ή τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη στιγμή που το σύγχρονο διακύβευμα δεν είναι τα εδάφη αλλά το εμπόριο, η γνώση και η τεχνολογία).
Οι χαρταετοί του λαϊκισμού πάντα θα υψώνονται από κάποιους και πάντα θα πέφτουν, καθώς το χοντροκομμένο σώμα τους θα τσακίζει την εύθραυστη ραχοκοκαλιά τους με το πρώτο φύσημα κάποιου ανέμου ορθολογισμού. Η αποθέωση της ασημαντότητας πάντα θα συγκεντρώνει τα φώτα της δημοσιότητας, όπως ακριβώς και ένας πλουμιστός χαρταετός 5χ5μ., ενώ τριγύρω η πραγματική ζωή θα συνεχίζει αμέριμνη, μακριά από τους υποτιθέμενους καταγραφείς της.
(Η δεύτερη εικόνα αποτελεί ταπεινή συμβολή αυτού του ιστοχώρου στη φιλότιμη προσπάθεια της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης να πετάξει, του χρόνου πλέον, τον μεγαλύτερο χαρταετό των Βαλκανίων. Ο αγώνας συνεχίζεται!)
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home