lostbody

χαμένο κορμί

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 23, 2006

ΜΗ ΜΕ ΛΗΣΜΟΝΕΙ


Το 1965 έρχεται για πρώτη φορά στην Αθήνα, για να σπουδάσει νομικά. Σύντομα αναπτύσσει έντονη συνδικαλιστική δράση και γίνεται ευρύτερα γνωστός μεταξύ των φοιτητών (αλλά και των ασφαλιτών). Με την επικράτηση της 'Επαναστάσεως' στη χώρα, του διαμηνύουν να φύγει το συντομότερο δυνατό.

Το φθινόπωρο του 1967 τον βρίσκει στο Παρίσι όπου συνεχίζει τις σπουδές του. Ήδη από τα πρώτα εξάμηνα εκεί συμφοιτητές και καθηγητές αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του ένα "παιδί-θαύμα". Η επίδοσή του στα μαθήματα είναι πραγματικά εντυπωσιακή, ενώ σύντομα μελέτες του δημοσιεύονται στα πιο έγκυρα νομικά περιοδικά της Γαλλίας. Τον Μάη του '68 πρωτοστατεί στις φοιτητικές εξεγέρσεις. Στην περίφημη φωτογραφία της γενικής συνέλευσης στο κεντρικό αμφιθεατρο της Σορβόννης απεικονίζεται να πλαισιώνει, μαζί με τον
Cohn-Bendit, τον Sartre στο βήμα του ομιλητή.

To 1969 φεύγει για τις Ηνωμένες Πολιτείες, φιλοξενούμενος ενός αμερικανού συμφοιτητή και φίλου του. Συμμετέχει στο φεστιβάλ του Woodstock, ταξιδεύει πολύ, διαβάζει και γνωρίζει σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους της εποχής. Την άνοιξη του '71 επιστρέφει στο Παρίσι, προκειμένου να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εκεί συνδέεται με δεσμούς στενής φιλίας με τον Jim Morrison, ο οποίος την ίδια περίοδο έχει αφήσει τις Η.Π.Α. για τη γαλλική πρωτεύουσα. Συχνάζουν στο Cafe de Flore και στο Rock'n'Roll Circus. Επισκέπτεται σχεδόν καθημερινά το σπίτι στον αριθμό 17 της οδού Beautreillis, όπου περνούν ατελείωτες ώρες συζητώντας ή γράφοντας. Το τηλέφωνό του είναι ένα από αυτά στα οποία στις 3 Ιουλίου του '71 θα αντηχήσει η στριγγή φωνή της Pamela, που σε απόγνωση τον καλεί να πάει επειγόντως στο σπίτι, ώστε τελικά πίσω από τη σπασμένη πόρτα του μπάνιου να αντικρίσει τον Jim νεκρό.

Λίγους μήνες μετά επιστρέφει στις Η.Π.Α., όπου αφοσιώνεται στην επιστήμη του. Μεταπτυχιακό στο N.Y.U., διδακτορικό στο Berkeley, σπουδαίο συγγραφικό έργο και ακαδημαϊκή καριέρα στο Harvard, την οποία σύντομα εγκαταλείπει, μην αντέχοντας τον ακαδημαϊσμό και τον αφόρητο ανταγωνισμό που συνάντησε. Επιστρέφει στη Νέα Υόρκη, όπου ασχολείται κυρίως με τη συγγραφή νομικών δοκιμίων, αλλά καταπιάνεται λίγο και με την τέχνη. Συχνάζει σε στέκια καλλιτεχνών και οι παρέες του περιλαμβάνουν μερικούς από τους επιφανέστερους ανθρώπους της τέχνης. Κάποιοι από τους διασημότερους ζωγράφους, μουσικούς, αρχιτέκτονες, λογοτέχνες και σκηνοθέτες της εποχής θα παραδεχθούν δημοσίως την επίδραση που άσκησε ο συγχρωτισμός μαζί του στο έργο τους.

Σταδιακά αρχίζει να απομονώνεται. Γίνεται λιγομίλητος και εσωστρεφής. Παντρεύεται μια νεαρή άσημη αμερικανίδα φωτογράφο και αποκτά μαζί της παιδιά. Η οικονομική του κατάσταση -που ποτέ άλλωστε δεν υπήρξε ανθηρή- πάει από το κακό στο χειρότερο. Αρνείται πεισματικά να εργασθεί σε μεγάλη εταιρία, ενώ ήδη από παλιά είχε ξεγράψει το πανεπιστήμιο ως πεδίο επαγγελματικής αποκατάστασης. Τελικά εγκαθίσταται στη μικρή επαρχιακή πόλη καταγωγής της γυναίκας του, όπου απασχολείται ως μεταφραστής. Εκεί παραμένει επί αρκετά χρόνια.

Σε κάποια από τις πρόσφατες επισκέψεις του στην Ελλάδα συναντά παλιούς του φίλους και συμφοιτητές. Πολλοί από αυτούς ασχολούνται ενεργά με την πολιτική -ορισμένοι έχουν αναλάβει και υπουργικό χαρτοφυλάκιο. Του προτείνουν να επιστρέψει στην Ελλάδα σε υψηλόβαθμη θέση του δημόσιου τομέα. Το όνομά του στην πατρίδα παραμένει θρυλικό. Την πρώτη φορά αρνείται. Όπως και τη δεύτερη. Επειδή, όμως, ως γνωστόν, δύο αρνήσεις ισοδυναμούν με μία κατάφαση, στην τρίτη πρόταση απαντά θετικά. Μετακομίζει στην Αθήνα και αναλαμβάνει καθήκοντα σε νευραλγικό πόστο.

Δύο χρόνια αργότερα, τα σε βάρος του στοιχεία δύσκολα πια επιδέχονταν αμφισβήτησης. Είχε δεχθεί -έναντι προσθήκης στον τραπεζικό του λογαριασμό αρκετών ψηφίων- να συμπράξει
ως εκπρόσωπος του ελληνικού δημοσίου στην κατάρτιση σκανδαλώδους σύμβασης προμήθειας με πολυεθνικό όμιλο επιχειρήσεων.

Όταν πήγαν να τον συλλάβουν, τον βρήκαν ξαπλωμένο δίπλα στην πισίνα της νεόδμητης βίλας του να διαβάζει τη Liberation και να κρατά σημειώσεις. Ενώπιον του Εισαγγελέα, όπου οδηγήθηκε για να απολογηθεί, εμφανίσθηκε χωρίς δικηγόρο και κατέθεσε μόνο μία λευκή κόλλα χαρτί στην οποία ιδιοχείρως, χρησιμοποιώντας το ίδιο πενάκι που
του είχε στείλει ως δώρο η μάνα του τα πρώτα Χριστούγεννα που περνούσε μόνος του στο Παρίσι, έγραψε:

"Δεν αξίζω κι εγώ ένα σπίτι της προκοπής;"

(Στη φωτογραφία, "Medic", του Matt Sesow, acrylic/mixed on bristol paper)