lostbody

χαμένο κορμί

Κυριακή, Μαΐου 21, 2006

Ο ΦΩΤΗΣ Ο ΣΑΚΑΤΗΣ

Στο βλέμμα του κουβαλούσε πάντα αυτή τη μελαγχολία που μένει αν στραγγίξεις απ’ τις σκέψεις σου δύο μέρη απογοήτευσης, προσθέσεις ένα μέρος μοναξιάς, τα χτυπήσεις δυνατά με δυο σταγόνες ανίας, τα σουρώσεις και τα σερβίρεις σε ένα παλιό, τσίγκινα γυαλιστερό αναπηρικό καροτσάκι.

Στην αρχή με δυσκολία διέκρινα το πρόσωπό του πίσω απ’ την αντανάκλαση της απέναντι πολυκατοικίας στο κλειστό παράθυρο του ισόγειου διαμερίσματός του. Πρωτοετής φοιτητής εγώ τότε, περνούσα καθημερινά μπροστά απ’ το σπίτι του καθ’ οδόν για τη στάση του λεωφορείου. Με τις πρώτες ζέστες άρχισε διστακτικά να ανοίγει το παράθυρο κι εγώ (εξίσου διστακτικά) να του ανοίγω κουβέντα.

Στα χωριά και τις γειτονιές (που στην ουσία είναι μικρά χωριά μέσα σε πόλεις) τα μικρά ονόματα δεν προσδιορίζονται με επώνυμα αλλά με συγγένειες ή ιδιότητες. Στη γειτονιά τον φώναζαν ‘ο Φώτης ο σακάτης’. Αυτή η διόλου γοητευτική προσφώνηση συνόδευε το βαφτιστικό του όνομα από την ημέρα που πρωτοπήγε στο καφενείο μετά το ατύχημα και δεν χρειάστηκε να ψάξει για καρέκλα – από τότε και στο εξής θα κουβαλούσε πάντα μια δική του.

Η αλήθεια –είτε μας αρέσει είτε όχι- είναι ότι η ελληνική κοινωνία (ιδίως παλαιότερα αλλά και σήμερα) δείχνει έντονη αδιαφορία –αν όχι σκληρότητα- απέναντι στα άτομα με κινητικά προβλήματα. Δεν ξέρω αν πρόκειται ακριβώς για ελάττωμα του ανθρώπινου εγκεφάλου, πάντως διαθέτει την έμφυτη τάση να επικεντρώνεται στις θετικές σκέψεις και να απωθεί τις αρνητικές. Όταν παίζω Τζόκερ σκέφτομαι τι θα κάνω τα λεφτά αν κερδίσω (με πιθανότητες μία στα δεκαέξι εκατομμύρια), ενώ ποτέ όταν οδηγώ δεν σκέφτομαι πως πρόκειται να σκοτωθώ στο τιμόνι (πιθανότητες: μία στις τρεισήμισι χιλιάδες κάθε έτος). Ίσως σ’ αυτό οφείλεται και η αποστασιοποίησή μας από τους μη αρτιμελείς νοητικά ή σωματικά συνανθρώπους μας. Νιώθουμε ότι έρχονται από έναν άλλο κόσμο, δυσάρεστο και μακρινό, με τον οποίο δεν επιθυμούμε σχέσεις, αφού δεν του ανήκουμε. Και ούτε πιστεύουμε πως είναι πιθανό κάτι τέτοιο να συμβεί και σε μας. Δεν εντάσσεται στο πεδίο αξιοπρόσεκτων κινδύνων (σε αντίθεση με το φιστίκι-φονιά του Ευαγγελάτου).

Ο Φώτης ήταν οικοδόμος. Από μικρή ηλικία τα όνειρά του περιορίστηκαν ως το τελευταίο πάτωμα της πολυκατοικίας που κάθε φορά έχτιζε. Ώσπου έπεσε και καθηλώθηκαν για πάντα στο ισόγειο. Χτύπησε άσχημα. ‘Είχε Άγιο’, κατά τους γιατρούς. ‘Δεν είχε κράνος’, κατά τους δικαστές. Στη μαθηματική πράξη τα έβγαζε ‘μηδέν’. Το πήρε βαριά. Χώρισε με την κοπέλα που είχε αρραβωνιαστεί. Από τα τριάντα ως τα πενήντα του έμεινε με τη μάνα του. Από το θάνατό της μέχρι και όταν τον γνώρισα έμενε μόνος του στο ισόγειο διαμέρισμα. Έκανε σχεδόν όλες τις δουλειές του σπιτιού μόνος του, χωρίς βοήθεια. Απέφευγε τα πολλά πάρε-δώσε με τη γειτονιά. Μόνο η θεία του ερχόταν που και που και τον βοηθούσε στο καθάρισμα.

Ξέρεις κάτι; Η δουλειά σου δεν είναι μόνο ώρες απ' τη ζωή σου. Δεν είναι ένσημα στα βιβλία, ούτε αριθμοί στις κάρτες παρουσίας. Αυτό είναι το πρώτο ψέμα. Και το μεγαλύτερο. Να νομίζεις πως μόλις τελειώσει η βάρδια καθάρισες. Πως μόλις βγάλεις τη ‘στολή’ ξεφεύγεις. Άσχημα νέα.

Απ' τη δουλειά σου όταν φεύγεις, σίγουρα κάτι δικό σου μένει πίσω. Ξεφτίζεις. Σκορπάς. Ένα κομμάτι της ψυχής σου θα μείνει για πάντα εκεί. Αναπόφευκτη αναπηρία.

Μόνο που κάποια φορά το τίμημα δεν θα 'ναι μόνο σε ψυχή. Η ιστορία της εργασίας είναι ταυτισμένη με αίμα και πόνο. Στην αχανή έρημο της ανθρώπινης ιστορίας όλα τα υλικά δημιουργήματα, τα έργα, τα κτίσματα, οι εφευρέσεις, οι επινοήσεις, ό,τι σήμερα θεωρούμε δεδομένο ή απλό, φτιάχτηκαν μετά από οδυνηρές αποτυχίες, μετά από ανεπιτυχείς δοκιμές, μετά από ατυχήματα και μετά από θανάτους. Ο μύθος του γεφυριού της Άρτας, που απαιτεί μια ανθρώπινη θυσία για να στεριώσει το έργο, ή της θυσίας της Ιφιγένειας, που οδηγήθηκε στο θάνατο προκειμένου να κατευναστούν οι πανίσχυρες δυνάμεις της φύσης που προκαλούν αξεπέραστες δυσκολίες, ουσιαστικά μας υπενθυμίζουν πως κάθε προσπάθεια των ανθρώπων να χειραγωγήσουν, να αψηφήσουν, να μεταποιήσουν ή να αξιοποιήσουν τα στοιχεία της φύσης θα συνεπάγεται αναπόφευκτες απώλειες στο στρατόπεδό τους.

Ταξιδεύεις σε δρόμους, διασχίζεις γέφυρες, γιορτάζεις σε γήπεδα, κοιμάσαι σε σπίτια, πίνεις, οδηγείς, τρως, βλέπεις, ακούς, φοράς... Για την εγωιστική γραμματική σου σε όλα υποκείμενο είσαι εσύ. Νομίζεις πως ό,τι κατέχεις ορίζεται από σένα, πως όλα φτιάχνονται με νου και αποκτιούνται με χρυσάφι. Άρχισε να συνειδητοποιείς πως ό,τι βλέπεις γύρω σου, ό,τι κρατάς, ό,τι φοράς, ό,τι τεχνητό σε περιβάλλει εμπεριέχει ύλη και ανθρώπινη εργασία, συμπυκνώνει μόχθο και χρόνο και πολύ συχνά αχνίζει λυγμούς και δάκρυα.

Τα εργατικά ατυχήματα σήμερα στην κυριολεξία θερίζουν. Τα θύματα εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων παγκοσμίως ανέρχονται σε περίπου 5.000 την ημέρα και 2,2 εκατομμύρια σε ετήσια βάση. Στην Ελλάδα η κατάσταση έχει βελτιωθεί κάπως, αλλά σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί πανηγυρισμούς. Για την κατασκευή των ολυμπιακών εγκαταστάσεων π.χ. ο λογαριασμός ήρθε φουσκωμένος, εκτός από χρήματα, και σε θύματα εργατικών ατυχημάτων- πράγμα που δεν φάνηκε να πειράζει και πολλούς.

Αν και γενικά στον αναπτυγμένο κόσμο οι σχετιζόμενοι με την εργασία θάνατοι εμφανίζουν τα τελευταία χρόνια πτωτική τάση, στις ταχύτατα αναπτυσσόμενες χώρες της άπω ανατολής ο αριθμός τους μεγαλώνει δραματικά. Αυτό είναι το τίμημα του αιτήματός μας για ολοένα και χαμηλότερες τιμές και της επιδίωξής τους για ολοένα και περισσότερα κέρδη (αλήθεια, πώς νομίζεις ότι μπόρεσες να αγοράσεις ασύρματο πληκτρολόγιο και ποντίκι μόνο με 30 €;). Λόγω της υπερδιόγκωσης αυτών των δύο συμφερόντων, στη μέση στριμώχνονται εργατικά δικαιώματα και συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας στην εργασία, που διαρκώς χάνουν ζωτικό χώρο. Από τη στιγμή που, προκειμένου να συμπιέσεις το εργατικό κόστος, χαλαρώνεις τα μέτρα υγιεινής και ασφάλειας, αναπόφευκτα μαζί του θα συμπιέσεις και άκρα σε μηχανές και κορμιά σε γύψους.

Στο δεύτερο έτος μετακόμισα σε άλλη γειτονιά και χάθηκα με το Φώτη. Συχνά προγραμμάτιζα να τον επισκεφτώ, αλλά όλο και κάτι τύχαινε. Αξιώθηκα να πάω να τον δω μετά από μερικά χρόνια. Κανείς δεν φάνηκε στην πόρτα και το παντζούρι ήταν κλειστό. ‘Ε, ρε γαμώτο’ μουρμούρισα. ‘Μάλλον θα μετακόμισε’…

(Οι φωτογραφίες είναι του πολύ καλού drp)

Τετάρτη, Μαΐου 03, 2006

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΜΟΥ

Μπροστά στο σπίτι της γιαγιάς μου είχε ένα λιβάδι χαμομήλια
Κι εμείς τα κόβαμε και υφαίναμε στεφάνια φως
Για να τυφλώνουμε τη νύχτα
Μπροστά στο σπίτι της γιαγιάς μου είχε ένα λιβάδι στάχυα
Κι εμείς φτιάχναμε βελάκια απ' τα χλωρά τους σώματα
Για να τρυπάμε τον ήλιο
Μπροστά στο σπίτι της γιαγιάς μου είχε ένα λιβάδι φράουλες κόκκινες
Κι εμείς τους βγάζαμε το χρώμα
Για να βάφουμε τα όνειρά μας.