lostbody

χαμένο κορμί

Τρίτη, Ιουνίου 27, 2006

ΤΑ ΠΕΝΑΛΤΙ ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΓΝΙΩΝ


Στο περιοδικό Slate δημοσιεύθηκε ένα ενδιαφέρον (όσο και επίκαιρο λόγω μουντιάλ) άρθρο για την εφαρμογή της Θεωρίας των παιγνίων στα χτυπήματα πέναλτι. Δηλαδή, η επιστημονική επιβεβαίωση όσων οι "επιστήμονες" της κερκίδας και του καφενείου συζητούν εδώ και χρόνια!

(Η φωτογραφία είναι του πολύ καλού Jan von Holleben.)

Παρασκευή, Ιουνίου 23, 2006

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ - ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ


Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες. Η συνύπαρξη εκείνο τον καιρό ενός αντιτύπου της μπελ-επόκ, με αυθεντικούς τούρκικους μιναρέδες, έδιναν χρώμα και περιεχόμενο σε μια κοινωνία-πανσπερμία απ' όλες τις γωνιές της Ελλαδικής γης, που συμπτωματικά βρέθηκε να ζει σε ακριτική περιοχή και να χορεύει τσάρλεστον στις δημόσιες πλατείες. Σαν άνοιξα τα μάτια μου είδα με απορία πολύ κόσμο να περιμένει την εμφάνισή μου (το ίδιο συνέχισα κι αργότερα να απορώ σαν με περίμεναν κάπου καθυστερημένα να φανώ). Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανιτίδη, και ο πατέρας μου απ' την Μύρθιο της Ρεθύμνου, απ' την Κρήτη. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ΄ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι' αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την λεγόμενη«ευρωπαϊκή», φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
Προσπάθησα όλον το καιρό που μέναμε στην Ξάνθη να γνωρίσω σε βάθος τους γονείς μου και να εξαφανίσω την αδελφή μου. Δεν τα κατάφερα και τα δύο. Έτσι μετακομίσαμε το '32 στην Αθήνα όπου δεν στάθηκε δυνατόν να λησμονήσω την αποτυχία μου.

Άρχιζα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα όμως την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και Παιδεία. Μ' επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του «Βυζαντίου», το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ' όλα τα χρόνια τα κατοπινά. Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ' απομάκρυναν ύπουλα απ' τους αρχικούς μου στόχους που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευθώ και να εξαφανιστώ, γι' αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την Κατοχή. Έτσι δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς εγλύτωσα απ' το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου. Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια, και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες, πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια. Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ότι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία.
Ταξίδεψα πολύ και αυτό με βοήθησε ν' αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι έλληνες σωβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές. Παράλληλα ανακάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ' ενδιαφέρανε έπρεπε να ομιλούν απαραιτήτως ελληνικά, γιατί σε ξένη γλώσσα η επικοινωνία γινότανε οδυνηρή και εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο.
Το '66 βρέθηκα στην Αμερική. Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς - ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο δημόσιο. Όταν εξόφλησα το χρέος μου επέστρεψα περίπου το '72 και ίδρυσα ένα καφενείο που το ονομάσαμε Πολύτροπον, ίσαμε τη μεταπολίτευση του '74, όπου και τόκλεισα γιατί άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων. Κράτησα την ψυχραιμία μου και δεν εχόρεψα εθνικούς και αντιστασιακούς χορούς στα γυμναστήρια και στα γεμάτα από νέους γήπεδα. Κλείνοντας το Πολύτροπο είχα ένα παθητικό πάλι της τάξεως περίπου των τρεισήμισι εκατομμυρίων - μοιραίος αριθμός, φαίνεται, για την προσωπική μου ζωή.
Από το '75 αρχίζει μια διάσημη εποχή μου που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε, υπαλληλική, που μ' έκανε ιδιαίτερα γνωστό σ' ένα μεγάλο και απληροφόρητο κοινό, βεβαίως ελληνικό, σαν άσπονδο εχθρό της ελληνικής μουσικής, των ελλήνων μουσικών και της εξίσου ελληνικής κουλτούρας. Μέσα σ' αυτή την περίοδο και ύστερα από ένα ανεπιτυχές έμφραγμα στην καρδιά, προσπάθησα πάλι, ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού , εννοώντας να επιβάλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους κατάφεραν να αντισταθούν επιτυχώς και, καθώς λεν, να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό γεννήθηκε το Τρίτο κι επιβλήθηκε στη χώρα.

Και τώρα καταστάλαγμα του βίου μου μέχρι στιγμής είναι :
Α δ ι α φ ο ρ ώ
για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.
Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ' αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.

Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.

Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ «λαχεία στον ουρανό» και προκαλώντας τον σεβασμό των νεωτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και
Μεγάλος Ερωτικός.


(Υπέροχο δείγμα λόγου και σκέψης ενός υπέροχου ανθρώπου.

Κείμενο και φωτογραφία δανεισμένα από την ιδιαιτέρως προσεγμένη επίσημη ιστοσελίδα Μάνου Χατζιδάκι.

Με αφορμή την ωραία συναυλία
- αφιέρωμα στο Μ. Χατζιδάκι της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης , που έλαβε χώρα την Τετάρτη 21 Ιουνίου 2006 στο Θέατρο Γης υπό τη διεύθυνση του κ. Μίλτου Λογιάδη και με τη συμμετοχή της κας. Σαββίνας Γιαννάτου, του κ. Αλκίνοου Ιωαννίδη και του κ. Δώρου Δημοσθένους.)

Παρασκευή, Ιουνίου 16, 2006

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΜΕΡΑΣ

Στο γραφείο δουλειά μέχρι αργά το βράδυ. 11:15. Μια γυναικεία φωνή με καλεί στο κινητό. Με αποκαλεί με τ' όνομά μου και με βρίζει για κάτι που έχω κάνει σε κάποια -δεν λέει τι, ούτε σε ποια (μάλλον θα έπρεπε να ξέρω). 12. Βαριέμαι. Κουράζομαι. Αφήνω τα υπόλοιπα για το πρωί. Κλειδώνω την εξώπορτα κοιτώντας φοβισμένα τριγύρω μήπως πλησιάζει κανείς στο σκοτεινό δρόμο. Ένα τραβεστί κάθεται βαριεστημένα στο αυτοκίνητό του περιμένοντας πελάτη και με κοιτάει απ' το απέναντι πεζοδρόμιο. Απ' το mp3 player ο Thom Yorke σκαλίζει εκκωφαντικά τις σκέψεις μου με το Wolf at the door. 12:20. Παίρνω λεωφορείο για το σπίτι. Έξω απ' το παράθυρο βλέπω την πρώην μου να βαδίζει. Οι ματιές μας απωθούνται σαν όμοιοι πόλοι. Μία παρά. Η πόλη αντανακλά φώτα και απορροφά συναισθήματα. Υποχρεώσεις με κυκλώνουν. Προθεσμίες υφαίνονται γύρω μου ασφυκτικά. Μπροστά μου στο λεωφορείο μια παρέα κωφάλαλων συνομηλίκων μου. Χειρονομούν ζωηρά καταστρώνοντας το πρόγραμμά τους για την επόμενη μέρα. Η σιωπή τους, κρυστάλλινη, τσιρίζει στ' αυτιά μου αλήθειες που δεν θέλω να ξέρω. Η σιωπή μου, παχύρρευστη, πνίγει τις σκέψεις .Το τέλος μιας μέρας.

(Η φωτογραφία είναι δανεισμένη από το colors magazine).

Δευτέρα, Ιουνίου 05, 2006

PHOBIA

Σάββατο, Ιουνίου 03, 2006

THE ROSE TREE (Η ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ)

"O words are lightly spoken,"
Said Pearse to Connolly,
"Maybe a breath of politic words
Has withered our Rose Tree;
Or maybe but a wind that blows
Across the bitter sea."

"It needs to be but watered,"
James Connolly replied,
"To make the green come out again
And spread on every side,
And shake the blossom from the bud
To be the garden's pride."

"But where can we draw water,"
Said Pearse to Connolly,
"When all the wells are parched away?
O plain as plain can be
There's nothing but our own red blood
Can make o right Rose Tree."


Οι λέξεις είναι ανάλαφρα ειπωμένες
Είπε ο Pearse στον Connolly,
Ίσως μια ανάσα από λέξεις πολιτικές
Έχει δώσει πνοή στην τριανταφυλλιά μας.
Ή ίσως ο άνεμος που φυσάει
Πάνω στην πικροθάλασσα.

Χρειάζεται απλά να ποτιστεί
Ο James Connolly απάντησε,
Για να ξαναφανεί το πράσινο
Και να απλωθεί σε κάθε μέρος,
Να ανθοβολήσει το μπουμπούκι
Δοξάζοντας τον κήπο.

Μα πού μπορούμε το νερό ν' αντλήσουμε
Είπε ο Pearse στον Connolly,
Όταν οι πηγές όλες έχουν αποστεγνωθεί;
Ας είναι απλό όσο απλό μπορεί να γίνει
Τίποτα δεν υπάρχει παρά μόνο το αίμα μας το κόκκινο
Που να μπορεί να φτιάξει μια σωστή τριανταφυλλιά.

W. B. Yeats (Βραβείο Nobel λογοτεχνίας 1923), Ποιήματα
Μετάφραση: Μαρία Αρχιμανδρίτου
Εκδοτική Θεσσαλονίκης

(Ta artwork είναι δανεισμένα από το www.radiohead.com)