lostbody

χαμένο κορμί

Τετάρτη, Απριλίου 25, 2007

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΣΤΕΡΗΣ ΧΩΡΟΧΡΟΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΩΣΗΣ


Αρχικά επικράτησε αμηχανία ∙ έπειτα πανικός. Κανείς δεν είχε βιώσει κάτι ανάλογο. Καμία εγκυκλοπαίδεια δεν έδινε εξηγήσεις. Καμία αστρολογική πρόβλεψη δεν το στρίμωξε ανάμεσα στα ερωτικά και τα επαγγελματικά. Στις ειδήσεις οι συνήθως λαλίστατοι ξερόλες δημοσιογράφοι έστεκαν σα χάνοι.

Οι επιστήμονες από την άλλη δεν φάνηκε να εντυπωσιάζονται, ούτε να εκπλήσσονται ιδιαίτερα. Άλλωστε, είχαν ήδη προηγηθεί σαφέστατες ενδείξεις της επερχόμενης καταστροφής: ο διασταυρούμενος μακροαστρικός συντονισμός ένα χρόνο πριν και (κυρίως) οι τοξοενεργειακές ταλαντώσεις μόλις πριν από μία εβδομάδα προδιέγραφαν ξεκάθαρα τα μελλούμενα.

Η αιτία ήταν απλή: η φύση ως βιοτικό σύστημα διατηρούσε σταθερή τη συνολική της κατάσταση χάρη στην απρόβλεπτη, χαοτική διάδραση των συνιστωσών δυνάμεών της. Με άλλα λόγια, επιτύγχανε την ολική της τάξη χάρη στη δομική της αταξία. Οι επιστήμονες προειδοποιούσαν ότι η ολοένα και αυξανόμενη τα τελευταία χρόνια προβλεψιμότητα και μονοτονία στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα διατάρασσε την ομαλή ροή του χρόνου (ή μάλλον, ακριβέστερα, της ανθρώπινης αντίληψης του χρόνου). Η καθημερινή επανάληψη των ίδιων ακριβώς πράξεων, την ίδια ακριβώς στιγμή της ημέρας θα μπορούσε να εκτρέψει το χρόνο από το προαιώνιο κέντρο βάρους του.

Ήδη μόλις πριν από τέσσερις ημέρες η ευστάθεια του συστήματος απειλήθηκε σοβαρά όταν επαναλήφθηκαν για δεύτερη συνεχόμενη ημέρα οι ίδιες ακριβώς κινήσεις, σκέψεις και συναισθήματα την ίδια ακριβώς στιγμή από κάθε άνθρωπο στη γη. Όμως, την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή η καταστροφή αποσοβήθηκε όταν ένας γέρος ψαράς στα νησιά Σαμόα, αφού ξύπνησε ακριβώς την ίδια ώρα και αφού ετοίμασε τη βάρκα του ακριβώς όπως και την προηγούμενη ημέρα, ταξίδεψε ως την ατόλη από την ίδια διαδρομή με την ίδια ταχύτητα, ωστόσο, λίγο προτού ρίξει τα δίχτυα του στο ίδιο ακριβώς σημείο, για κάποιο άγνωστο λόγο κοντοστάθηκε παρατηρώντας το χρώμα του ήλιου την αυγή και έτσι, άθελά του, απέτρεψε προσωρινά το μοιραίο.

Προχθές, όμως, ούτε αυτός, ούτε οποιοσδήποτε άλλος στη γη έπραξε, σκέφτηκε, είπε, έγραψε, ένιωσε οτιδήποτε διαφορετικό σε σχέση με την προηγούμενη ημέρα. Σαν ένα άριστα συγχρονισμένο πολυάριθμο μπαλέτο η ανθρωπότητα ακολούθησε για δεύτερη συνεχόμενη ημέρα το ίδιο ακριβώς πρόγραμμα, την ίδια απαράλλαχτη ρουτίνα.

Η απόλυτη πανανθρώπινη μονοτονία –φαινόμενο πρωτόγνωρο όσο και ανοίκειο με δεδομένη την απολύτως απείθαρχη διαγωγή της ανθρωπότητας ως τις μέρες μας- διέλυσε μονομιάς συθέμελα τη συμπαντική χρονική τάξη. Για την ακρίβεια, η δημιουργία ενός στιγμιαίου χωροχρονικού ασυνεχούς ήταν αρκετή προκειμένου να κλονίσει τον ανθρώπινο χρόνο και να μετατοπίσει ελαφρώς το αισθητηριακό κέντρο βάρους του. Το αποτέλεσμα ήταν η απώλεια συγχρονισμού μεταξύ της ζώσας πραγματικότητας και της αίσθησης του χρόνου. Οποιαδήποτε μεταβολή στον εξωτερικό ή εσωτερικό κόσμο μεταδίδεται και προσλαμβάνεται κανονικά από τα ανθρώπινα αισθητήρια όργανα, ωστόσο η χρονική αντίληψη της πραγματικότητας λαμβάνει χώρα ελάχιστο χρονικό διάστημα αργότερα. Η «κατάσταση ύστερης χωροχρονικής μετάπτωσης», όπως ονομάστηκε, δίνει την αίσθηση ενός συνεχούς déjà vu, κατά το οποίο πρώτα διαισθάνεσαι ή με κάποιο τρόπο διαγιγνώσκεις τα πράγματα και λίγο μετά τα βλέπεις, τα ακούς και γενικότερα τα αντιλαμβάνεσαι με τα αισθητήρια όργανά σου να συμβαίνουν. Είναι περίπου όπως όταν παρακολουθείς μια ταινία ή έναν ποδοσφαιρικό αγώνα κατά τη μετάδοση των οποίων υπάρχει τεχνική βλάβη, με αποτέλεσμα να βλέπεις πρώτα την εικόνα και σε λίγο να φθάνει ο ήχος. Το τόπι στροβιλίζεται στα δίχτυα, οι παίκτες πανηγυρίζουν στο σημαιάκι του κόρνερ και ο εκφωνητής ακούγεται ενθουσιασμένος να αναφωνεί «γκοοοοοολ!». Σιγά το νέο.

Όντως, η ζωή έγινε έκτοτε απίστευτα βαρετή. Νιώθεις ότι θα τρακάρεις και ακούς το μπαμ, προαισθάνεσαι μια πανέμορφη γυναίκα να μπαίνει στο μπαρ και τη βλέπεις να ξεπροβάλλει, ενθουσιάζεσαι από την υπέροχη γεύση του φαγητού και σε λίγο η μπουκιά μπαίνει στο στόμα σου. Ζωή χωρίς αισθητικό συντονισμό ∙ απολαύσεις σε δόσεις.

Σύντομα, ωστόσο, έγινε αντιληπτό πως για λόγο που κανείς δεν μπορούσε πειστικά να εξηγήσει μονάχα τρία πράγματα διατήρησαν απολύτως τον κοσμικό συγχρονισμό τους: το γέλιο των παιδιών, το κλάμα των τρελών και οι λέξεις αγάπης των πραγματικά ερωτευμένων. Ήταν τα μόνα πράγματα που γίνονταν αντιληπτά ακριβώς την ίδια στιγμή που συνέβαιναν ∙ ακριβώς όπως παλιά. Ο καθένας φυσικά έσπευσε να δώσει τη δική του, συμβατή με τον κόσμο του ερμηνεία. Οι φιλόσοφοι έκριναν πως πρόκειται για εκφάνσεις της άχρονης αλήθειας, οι θεολόγοι πως πρόκειται για αντανακλάσεις της απόλυτης (θεϊκής) αθωότητας, οι καλλιτέχνες πως πρόκειται για εκδηλώσεις συμπαντικής ομορφιάς, έμφυτα άσπιλες από το χώρο και το χρόνο.

Το επόμενο απόγευμα ένιωσα το τηλέφωνο να χτυπάει και σε λίγο η φωνή της με προσκαλούσε για φαγητό στο αγαπημένο μας εστιατόριο και η δική μου απαντούσε καταφατικά και έστελνε φιλιά. Όσο έτρωγα δεν χόρταινα να την κοιτάω. Παρά την πάροδο αρκετά μακρού χρονικού διαστήματος που τη σύστηνα ως «από εδώ η κοπέλα μου» και ενός σύντομου (αποτυχημένου) πειράματος κατά το οποίο τα ονόματά μας στριμώχθηκαν στο ίδιο κουδούνι, κάθε φορά που την αντίκριζα εξακολουθούσε να με καταλαμβάνει το ίδιο ανάμικτο συναίσθημα θαυμασμού και ερωτικού πόθου, ακριβώς όπως και όταν την πρωτογνώρισα Έχει υπέροχη, βαθιά φωνή (που αν τρωγόταν θα ήταν μέλι και αν πετούσε θα ήταν σύννεφο του Οκτώβρη). Έχει υπέροχα, πράσινα μάτια (που αν ακούγονταν θα ήταν κύμα και αν σκαλίζονταν θα ήταν μάρμαρο). Έχει υπέροχα, σαρκώδη χείλη (που αν μύριζαν θα ήταν φρεσκοψημένο ψωμί και αν έσταζαν θα ήταν ρετσίνι). Έχει υπέροχο, μαυρισμένο δέρμα (που αν υφαινόταν θα ήταν βελούδο και αν μοσχοβολούσε στα παζάρια θα ήταν κανέλα).

Αφού κατάπιαμε και την τελευταία μπουκιά φαγητού και στραγγίσαμε και την τελευταία σταγόνα κρασιού που πριν από λίγο είχαμε γευθεί, μου αποκάλυψε με ύφος σοβαρό αλλά μειλίχιο πως οι πρόσφατες εξελίξεις έθρεψαν μέσα της ξενιστές των σκέψεων και των συναισθημάτων της, τους οποίους, όπως κατάλαβε, φιλοξενούσε καιρό, πως πλέον συνειδητοποίησε για μας αλήθειες που προηγουμένως δεν τολμούσε να ομολογήσει, πως πια άλλαξε προτεραιότητες στη ζωή της, πως ήδη έστρωσε τους θυμικούς της χάρτες σε χώρες εύκρατες με ήλιους, λιβάδια, σπιτάκια και παιδιά, πως το αγκάλιασμα των δεικτών κοντά στα μεσάνυχτα του κοσμικού τέλους στρίμωξε τα «θέλω» της σε άλλες αφετηρίες. «Σ’ αγαπώ όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Θέλω να ζήσουμε για πάντα μαζί», μου ψιθύρισε κοφτά μετά από μια σύντομη παύση και απόλαυσα τη φωνή της κρυστάλλινη να πάλλεται ταυτόχρονα με την κίνηση των χειλιών της, χωρίς καμία χρονική καθυστέρηση. «Κι εγώ», της ψέλλισα. Μα όταν το άκουσε ήταν ήδη αργά.

(Η φωτογραφία είναι του πολύ καλού djdeeprub, διαθέσιμη στον flickr)