lostbody

χαμένο κορμί

Πέμπτη, Μαρτίου 30, 2006

ΕΝΑ ΖΕΥΓΑΡΙ ΟΛΟΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΑΘΛΗΤΙΚΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ

Αγόρασα ένα ζευγάρι ολοκαίνουργια αθλητικά παπούτσια. Πραγματικά πολύ όμορφα και άνετα αθλητικά παπούτσια, δημιούργημα μιας αμερικανικής εταιρίας που στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια ήταν φετίχ για όλους τους ομηλίκους μου. Μιας εταιρίας-σύμβολο της παγκοσμιοποίησης των αγορών και της Νέας Οικονομίας. Όσο τα κοιτάζω, όμως, ο νους μου φεύγει από την όψη τους, τα μάτια μου δραπετεύουν από το σχήμα τους. Τα βλέπω να διαλύονται στα εξ ων συνετέθησαν, να διασπώνται σε κομμάτια, να γίνονται ιδέες σε μυαλά, ιδρώτας σε χέρια και γράσα σε μηχανές. Και, τελικά, μηδενικά σε τράπεζες.

Θα τα σχεδίασε, σκέφτομαι, ένας Σουηδός. Από μικρός θα ήταν καλός στο σχέδιο. Οι γονείς του θα τον ενθάρρυναν να ζωγραφίζει. Καθισμένος πλάι στο παράθυρο θα ζωγράφιζε τη θέα έξω. Αν ζωγραφίζεις το χειμώνα σ’ αυτές τις χώρες, το σκούρο μπλε και το μαύρο σού τελειώνουν γρήγορα. Βλέπεις, στα μέρη αυτά για μισό χρόνο η γη έχει την πλάτη της γυρισμένη στον ήλιο και δεν στρέφει το βλέμμα της προς τη μεριά του παρά ελάχιστα, δειλά, ίσως ακόμη και περιφρονητικά. Και τούτο γιατί οι άνθρωποί τους έμαθαν να ζουν χωρίς τις ακτίνες του σε αφθονία για αρκετό καιρό.

Μετά το πανεπιστήμιο θα αποφάσισε να πάει στην Αμερική για μεταπτυχιακό και δουλειά. Η υποτροφία του έδινε μερικά λεφτά και είχε ήδη κάποιους φίλους που είχαν κάνει το ίδιο και τον περίμεναν στην άλλη όχθη. Δέχτηκε αμέσως την πρόταση της εταιρίας. Το ωράριο θα ήταν εξοντωτικό, αλλά οι αποδοχές καλές για νεοπροσληφθέντα. Καθισμένος για ώρες στο γραφείο του στον πρώτο όροφο του κτιρίου της εταιρίας στο Oregon θα σχεδίαζε από μπάλες μέχρι παπούτσια και από φόρμες μέχρι μπρελόκ. Ακριβώς έξω από το παράθυρο θα αγκάλιαζε το κτίριο μια πελώρια οξιά. Το τιτίβισμα ενός πουλιού βουτούσε στην απόλυτη ησυχία του σχεδιαστηρίου του, όπως τα πετραδάκια στην ήρεμα στιλπνή επιφάνεια του νερού. Αυτό το ζευγάρι παπούτσια ήταν ό,τι καλύτερο είχε σχεδιάσει. Ο διευθυντής του τον επαίνεσε δημόσια. Η μάνα του τα έβαλε στο σαλόνι, πάνω απ’ το τζάκι, για να τα βλέπουν και να καμαρώνουν, να τον παινεύουν στους επισκέπτες. Θα ντράπηκε πολύ την πρώτη φορά που τα είδε εκεί.

Το σχέδιό του θα έφτασε με e-mail στο εργοστάσιο της εταιρίας στο Μπαγκλαντές. Ακούγεται απίστευτο, όμως ακόμη και σήμερα κάποια συγκεκριμένα κομμάτια δεν γίνεται (ή δεν συμφέρει) να τα ράβουν οι μηχανές, αλλά λεπτά παιδικά χεράκια. Ουσιαστικά απλήρωτοι σκλάβοι, θύματα της δίψας του ‘πρώτου κόσμου’ για κέρδος. Ζωές στριμωγμένες σε εργοστάσια-κάτεργα, όπως η υποδιαστολή ανάμεσα στα ψηφία της αύξησης κερδών που αναμένει ο εργοδότης τους. Γι’ αυτούς 1 δολάριο αμοιβή για 12-18 ώρες εργασίας είναι πολλά. Για μένα 70 ευρώ (με την έκπτωση) για ένα ζευγάρι ολοκαίνουργια αθλητικά παπούτσια είναι λίγα. Το ενδιάμεσο είναι η διαφορά πλούτου πρώτου και τρίτου κόσμου, η άυλη αξία της ‘φίρμας’, η Νέα Οικονομία, η αύξηση κερδών, ο Γενικός Δείκτης, το χαμόγελο του γιάπη, η ανεργία του απολυμένου, η δική μου ενοχή.

Άραγε τι παιχνίδια να σκαρώνουν μεταξύ τους με κορδόνια, σόλες και κομμάτια ύφασμα; Αποκλείεται μικρά παιδιά να κάθονται συγκεντρωμένα επί τόσες ώρες. Εκτός κι αν υπάρχει επιστάτης που τα συμμαζεύει με το βούρδουλα, όπως συμμάζευε εμάς με τις φωνές η μάνα μας απ’ τις αλάνες. Έννοιες, όπως ‘επαγγελματισμός’, ‘ποσό-στόχος’ και λοιπές αηδίες λειτουργούν ως καρότα μόνο στους ‘ώριμους’ ενήλικες. Ο πιτσιρικάς θα γνέψει καταφατικά το κοντοκουρεμένο κεφαλάκι του την ίδια στιγμή που θα δένει με τα κορδόνια τα πόδια του μπροστινού του. (Καλά, πού είναι τα κορδόνια του άλλου μου παπουτσιού; Δεν τα βρίσκω στο κουτί… Ααα, θα κάνω παράπονα…)

Το ζευγάρι των ολοκαίνουργιων αθλητικών παπουτσιών μου θα στοιβάχτηκε στο κοντέινερ που θα τα μετέφερε, όπως ακριβώς τα όνειρα του ινδού ναύτη στο σάπιο βαπόρι που μπάρκαρε για τη μακρινή Ελλάδα. Από το ίδιο χωριό με τον Mittal, ο πατέρας του θα δούλευε στα ορυχεία του ινδού Κροίσου. Ο κρότος από την έκρηξη που τον σκότωσε θα ακούστηκε στο μικρό χωριό τους τόσο εκκωφαντικός, όσο και στις διεθνείς χρηματαγορές ο αντίκτυπος της προσπάθειας επιθετικής εξαγοράς της Arcelor από τη Mittal Steel. Το σαπιοκάραβο θα πάσχιζε να νικήσει τα μανιασμένα κύματα, όπως ο Mittal τις αντιρρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Thierry Breton και των ομολόγων του στο Βέλγιο, την Ισπανία και το Λουξεμβούργο. Κοιτάζοντας έξω απ’ το φινιστρίνι τα πελώρια κύματα των ωκεανών, θα θυμόταν πόσο μεγάλα του φαίνονταν τα κυματάκια του Γάγγη, όταν, μικρό παιδάκι, τον είχε πάει ο πατέρας του για ιερό προσκύνημα. Τότε στην ασφαλή, ζεστή αγκαλιά του πατέρα του - τώρα στην ατσάλινη, κρύα κοιλιά του βαποριού του. Όνειρα μιας καλύτερης ζωής που πνίγηκαν μαζί με την αθωότητα της παιδικής του ηλικίας.

Στο πολυκατάστημα απ’ όπου αγόρασα τα ολοκαίνουργια αθλητικά μου παπούτσια με εξυπηρέτησε μια συμπαθέστατη πωλήτρια, όχι ιδιαίτερα όμορφη, με βλέμμα κουρασμένο από τη ρουτίνα και πόδια που πονούσαν απ’ την ορθοστασία. Δεν θα χρειαζόταν να πολλαπλασιάσω την αξία των παπουτσιών μου παρά μόνο με μονοψήφιο αριθμό για να βρω το μηνιάτικό της. ‘Το 43 σαν να μου είναι λίγο μικρό… Μήπως θα μπορούσα να δοκιμάσω και το 44;’ Οι ώρες εργασίας της κάθε εβδομάδα ξεπερνούσαν το νούμερό μου. Απλήρωτες υπερωρίες, δικαιώματα πνιγμένα στο φόβο της απόλυσης, κρεμασμένα από το νοίκι που ‘τρέχει’, όπως ακριβώς το βρώμικο κουφάρι του Έκτορα από το λαμπερό άρμα του Αχιλλέα.

Τέτοιες σκέψεις για όνειρα, λυγμούς, γέλια και πόθους ανθρώπων που δεν θα γνωρίσω ποτέ και με τους οποίους το μόνο συνδετικό μας στοιχείο είναι ένα ζευγάρι ολοκαίνουργια αθλητικά παπούτσια, σφίγγουν το μυαλό μου πιο πολύ απ' ότι τα κορδόνια το πόδι μου. Άψυχα αντικείμενα παίρνουν ζωή μέσα από τις ζωές ανθρώπων που συνδέθηκαν μαζί τους. 'Καλοφόρετα!', μου λές.

Σάββατο, Μαρτίου 25, 2006

Στον Α. Κ.


XVI

Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο
Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο
Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν
Αεροβάτες
Το πώς περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας
Ένας Θεός το ξέρει.


Φίλε μου όταν ανάβ’ η νύχτα την ηλεχτρική σου οδύνη
Βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται
Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιαν Ιδέα ολόλευκη
Που όλο παρακαλείς
Κι όλο δεν κατεβαίνει
Χρόνια και χρόνια
Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα.


Κι όμως του πόθου τ' όράμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα
Κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιά
Τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησες
Κοντεύεις να τη δεις σε περιμένει
Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή
Την περιλούσει με ιαχές θριάμβου.


Δώσε το χέρι σου —πριν συναχτούν πουλιά
Στους ωμούς των ανθρώπων και το κελαηδήσουνε
Πως επιτέλους φάνηκε να ‘ρχεται από μακριά
Η ποντοθώρητη παρθένα Ελπίδα!
Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν
Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά
Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!


(Οδυσσέα Ελύτη, 'Ήλιος ο πρώτος', Εκδ. Ίκαρος)

Τετάρτη, Μαρτίου 22, 2006

ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΑΝΑΛΦΑΒΗΤΟΙ


Ο παππούς μου ήταν παπάς. Πριν από μερικά χρόνια έφυγε από κοντά μας για να συναντήσει το Θεό του, που τόσο ειλικρινά λάτρεψε και τόσο ταπεινά υπηρέτησε ως λειτουργός Του επί σχεδόν εβδομήντα χρόνια. Ήταν ασκητική μορφή, ένας άνθρωπος που είχε υποφέρει πάρα πολύ και για διάφορους λόγους σε όλες τις φάσεις της ζωής του και που (ίσως εξαιτίας αυτού) πρόσφερε απλόχερα την αγάπη του σε όποιον τύχαινε να βρεθεί κοντά του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν πλέον άρχιζα να γίνομαι ηλικιακά ώριμος για συζήτηση, κουβεντιάζαμε επί παντός επιστητού και μου διηγούταν ιστορίες της υπερενενηκονταετούς ζωής του.

Μια ιστορία που ακόμα θυμάμαι είναι το πώς επελέγη μεταξύ περισσοτέρων υποψηφίων για να γίνει παπάς στο χωριό. ‘Ήμουν ο πιο μορφωμένος απ’ όλους’, μου είχε πει. ‘Δηλαδή;’ ‘Δηλαδή εγώ είχα πάει σχολείο μέχρι την Τετάρτη δημοτικού, ενώ οι άλλοι καθόλου ή μέχρι τη Δευτέρα’.


Αυθόρμητα γέλασα με τη σκέψη ότι θεωρήθηκε ‘μορφωμένος’ κάποιος που με τα σημερινά δεδομένα θα θεωρούταν ουσιαστικά αναλφάβητος. (Βέβαια, θυμάμαι τον ‘αναλφάβητο’ παππού να διαβάζει μέχρι τα βαθιά του γεράματα αναρίθμητα βιβλία, ενώ οι περισσότεροι φίλοι μου, όλοι με εντυπωσιακές συλλογές πτυχίων, διαβάζουν λιγότερα βιβλία και απ’ τις πιθανότητες της Στέλλας Μπεζαντάκου να εκθέσει συλλογή πινάκων της, εξπρεσιονιστικής τεχνοτροπίας, στην Tate του Λονδίνου).

Ωστόσο, κάνοντας την αναγωγή των όσων χαρακτήριζαν την εκπαίδευση της Ελλάδας προπολεμικά στη σημερινή εκπαιδευτική πραγματικότητα, δυστυχώς δεν θα διακρίνει κανείς τρομακτικές διαφορές. Φυσικά, σχεδόν όλοι σήμερα γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση. Όμως, αντίστοιχα, ο πήχης των εκπαιδευτικών δεξιοτήτων έχει ανέβει πάρα πολύ, ιδίως στο πεδίο των ‘νέων’ τεχνολογιών. Τεχνολογικές πραγματικότητες που δεν θεωρούνται τόσο ‘νέες’ στον υπόλοιπο ‘δυτικό’ κόσμο, στη χώρα μας κινούνται στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας.

Στην εποχή του παππού μας, όταν η πλειονότητα δεν πήγαινε καν στο σχολείο ή το εγκατέλειπε πολύ νωρίς, ο απόφοιτος της τέταρτης τάξης του δημοτικού σχολείου θεωρούταν ‘μορφωμένος’. Στη δική μας εποχή, επειδή η πλειονότητα γνωρίζει για το χειρισμό υπολογιστή το αντίστοιχο της γραφής και ανάγνωσης, όποιος ξέρει πέντε πράγματα παραπάνω θεωρείται τεχνολογικά ‘μορφωμένος’. Σε έναν κόσμο όπου η γνώση τρέχει με απίστευτες ταχύτητες, η άγνοια τόσο βασικών πραγμάτων ισοδυναμεί με αναλφαβητισμό. Οι σύγχρονοι τεχνολογικά αναλφάβητοι θα προκαλέσουν στα εγγόνια τους το ίδιο μειδίαμα, όταν τους αποκαλύψουν ότι προσλήφθηκαν κάπου λόγω των (ουσιαστικά μηδαμινών) προσόντων τους στο χειρισμό πληροφορικών συστημάτων.

Eνώ, λοιπόν, σε ολόκληρο τον (οικονομικά αναπτυγμένο ή, έστω, αναπτυσσόμενο) κόσμο η κατάρτιση του πληθυσμού –ιδίως των νέων- στις νέες τεχνολογίες, η ενθάρρυνση της καινοτομίας και η στήριξη της έρευνας τίθενται στην κορυφή της πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής και εκπαιδευτικής ατζέντας, στη χώρα μας η συζήτηση ακόμη αφορά την αναζήτηση απαντήσεων σε ερωτήματα προηγούμενων δεκαετιών. Στην Ελλάδα ακόμη η κουβέντα γίνεται για το ευρυζωνικό ίντερνετ αστείων ταχυτήτων, όταν παντού θεωρείται (προ πολλού) αυτονόητο. Εδώ ακόμη μαλώνουμε για την κατανομή των τηλεοπτικών συχνοτήτων, όταν παντού έξω αρχίζουν οι πρώτες εκπομπές της (απολύτως ελεύθερης) ψηφιακής τηλεόρασης, των τηλεοπτικών εκπομπών μέσω ίντερνετ κλπ.


Η εξωτική Σιγκαπούρη ξεκίνησε πριν από μία δεκαετία την εκπαιδευτική της μεταρρύθμιση, εξασφαλίζοντας προσωπικό υπολογιστή για κάθε μαθητή και προτεραιότητα στα μαθήματα των νέων τεχνολογιών. Σήμερα απολαμβάνει τους καρπούς της προσπάθειάς της από τις πρώτες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης στις λίστες οικονομικής, επιχειρηματικής και τεχνολογικής ανάπτυξης. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι με αντίστοιχου προσανατολισμού εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και γενναία στήριξη της έρευνας η Φινλανδία και η Ιρλανδία καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις παγκοσμίως ως προς την αφομοίωση των νέων τεχνολογιών και την οικονομική ανάπτυξη, αφού εκπαιδεύουν τους ανθρώπους τους να παράγουν το μόνο ίσως πράγμα που ο δυτικός κόσμος μπορεί ακόμη να πουλήσει ακριβά: γνώση.


Αντίθετα, στην Ελλάδα ακόμα ψάχνουμε αν θα πρέπει να αλλάξουμε τα σχολικά βιβλία που δείχνουν τη Σοβιετική Ένωση ενωμένη και το μέσο Έλληνα κτηνοτρόφο και κάτοικο χωριού. Ο εξοπλισμός των σχολείων και των πανεπιστημίων με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, αντί για επένδυση, θεωρείται σπατάλη και περικόπτεται, ενώ, όταν γίνεται, συνήθως τα μηχανήματα είναι πεπαλαιωμένα και χωρίς σύνδεση στο διαδίκτυο. Τα ποσά που διατίθενται για έρευνα μόνο γέλιο μπορούν να προκαλέσουν (ενώ συχνά σπαταλώνται σε εικονικές μελέτες ‘ημετέρων’). Το όνειρο του αποφοίτου πανεπιστημίου είναι να ‘αράξει’ στο δημόσιο, την ίδια στιγμή που τα πανεπιστήμια, αντί για καινοτομία και γνώση, παράγουν παπαγάλους, γραφειοκράτες και πτυχία χωρίς ουσιαστικό γνωστικό αντίκρισμα.


Όταν γύρω μας τα τείχη πέφτουν, οι απαιτήσεις αλλάζουν και ο πλούτος συγκεντρώνεται σε όσους έχουν πρόσβαση είτε σε φτηνό εργατικό δυναμικό είτε σε προηγμένη γνώση, εμείς, όπως ο παππούς μου το 1930, ας αρκεστούμε σε λίγο απ’ όλα και αρκετό από τίποτα. Όπως θα ’λεγε και ‘κείνος: «Έχει ο Θεός!»

(Στην πρώτη φωτογραφία, υπερήφανος διευθυντής λυκείου, κάπου στην Ελλάδα του 2006, ποζάρει μπροστά στον υπερσύγχρονο Η/Υ που είχε υποσχεθεί ο Πρωθυπουργός και άρχισαν σιγά-σιγά να παραλαμβάνουν τα σχολεία.
Στη δεύτερη φωτογραφία
, εκλαϊκευμένη επεξήγηση όρων πληροφορικής - ταπεινή συμβολή αυτού του ιστοχώρου στην εθνική προσπάθεια για ισότιμη πρόσβαση όλων των Ελλήνων στις νέες τεχνολογίες.)

Πέμπτη, Μαρτίου 16, 2006

ΑΠΟ ΜΗΧΑΝΗΣ ΘΕΟΣ


Πολύ πρόσφατα είδα στο internet και στη συνέχεια στο Μουσείο Φωτογραφίας της Θεσσαλονίκης κάποιες από τις εκπληκτικές φωτογραφίες του πολύ καλού φωτογράφου Simon Norfolk. Ένα θέμα με το οποίο ασχολήθηκε ο εν λόγω καλλιτέχνης είναι η καταγραφή τόπων όπου έλαβαν χώρα γενοκτονίες ή μάχες. Το μαγικό στις φωτογραφίες του είναι ότι σου μεταδίδουν τη φρίκη όσων συνέβησαν στο μέρος αυτό χωρίς να απεικονίζουν πτώματα ή αίμα. Ωστόσο, σε όλες υπάρχει ένα στοιχείο που συνδέει τον τόπο με το αιματοβαμμένο παρελθόν του, όπως η τάφρος που ανοίχθηκε για έναν ομαδικό τάφο, τα ερείπια που άφησε μια μάχη, τα παροπλισμένα τανκς ή οι σκουριασμένες οχυρωματικές εγκαταστάσεις. Στις εικόνες του κυριαρχεί απόλυτη καθαρότητα, την οποία θα μετέφραζες ως απόλυτη ησυχία, ωστόσο παραδόξως την εισπράττεις ως εκκωφαντική αναπαράσταση της βίας που προηγήθηκε. Η αντίθεση της πλήρους ηρεμίας που σου παρουσιάζει με τις φρικαλεότητες που υπονοεί είναι τόσο έντονη, ώστε δεν μπορείς να απομακρύνεις τη σκέψη σου από τις δεύτερες.

Οι εικόνες αυτές -ιδίως εκείνες που αφορούν τις σφαγές στη Βοσνία- επέστρεψαν και ρίζωσαν στο νου μου με αφορμή το θάνατο του Μιλόσεβιτς. Η σερβική ηγεσία εκείνης της εποχής, αν δεν οργάνωσε, τουλάχιστον ανέχθηκε τις ευρείας κλίμακας σφαγές. Είναι γνωστό ότι σε έναν (εμφύλιο) πόλεμο οι άνθρωποι αποκτηνώνονται.
Υπ' αυτές τις συνθήκες όλες οι αντιμαχόμενες πλευρές εναλλάσσονται στο ρόλο του θύτη και του θύματος με αμείωτη σκληρότητα. Όμως, αυτό που διαφοροποιεί κάπως τη θέση των Σέρβων είναι τα ιστορικά στοιχεία που έρχονται συνεχώς στο φως και αποκαλύπτουν την ύπαρξη (και εν μέρει την εκτέλεση) οργανωμένου σχεδίου εθνικών εκκαθαρίσεων σε ολόκληρες περιοχές -κατάσταση που σαφώς και διαφέρει από την ωμή, αυθόρμητη και ακατέργαστη έκρηξη βίας που ένας εμφύλιος πόλεμος προκαλεί.

Το σίγουρο είναι πως οι πληγές που άφησε ο πόλεμος στην περιοχή αυτή ακόμη δεν έχουν κλείσει. Κάποιοι θεώρησαν πως η δίκη του Μιλόσεβιτς
θα έφερνε την πολυπόθητη 'λύση' και η καταδίκη του την 'κάθαρση' στην τραγωδία της Γιουγκοσλαβίας. Ωστόσο, η συζήτηση της υπόθεσής του στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο ξεπέρασε τα πέντε χρόνια σε διάρκεια, χωρίς να καταλήξει κάπου. Μέσα σ' αυτό το κλίμα -και πάντα με όρους τραγωδίας- το θάνατό του εύλογα ίσως πολλοί θα σπεύσαν να χαρακτηρίσουν... 'από μηχανής Θεό'.

(Η φωτογραφία είναι του Simon Norfolk και εικονίζει το σημείο μαζικής εκτέλεσης
μουσουλμάνων Βόσνιων δίπλα σε ένα εργοστάσιο παραγωγής αλουμινίου. Πολλά από τα πτώματα ρίχθηκαν στη λίμνη απόθεσης αποβλήτων του εργοστασίου. Τα κόκκινα απόβλητα που φωτογραφίζει ο Norfolk μας φέρνουν στο νου το αίμα των αθώων που έβαψε αυτό τον τόπο.)

Κυριακή, Μαρτίου 12, 2006

ΚΑΝΕ ΜΟΥ 'ΜΜΜΟΥΟΥΟΥ'


Σε ολόκληρο τον κόσμο -και κυρίως στις Η.Π.Α.- αναζωπυρώθηκε πρόσφατα η συζήτηση για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων με αφορμή την επιλογή τριών ταινιών με θέμα σχετικό με την ομοφυλοφιλία ως υποψηφίων για βραβείο Όσκαρ και (κυρίως) τη μη επιλογή μιας από αυτές ως της καλύτερης ταινίας της χρονιάς, για τον ίδιο πάντα διαγωνισμό.

Το θέμα των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων είναι πρωτίστως θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αν και σε μερικές χώρες ήδη αναγνωρίστηκαν κάποια δικαιώματα συμβίωσης, αμοιβαίας διατροφής, σύνταξης κλπ., στις περισσότερες (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) παρατηρείται ισχυρή αντίδραση στην αναγνώριση δικαιωμάτων σε άτομα του ίδιου φύλου που συμβιώνουν με βούληση δέσμευσης.

Η εύκολη κριτική ότι η Κριτική Επιτροπή των βραβείων Όσκαρ δεν τόλμησε να απονείμει το βραβείο της καλύτερης ταινίας στο ‘Μυστικό του Brokeback Mountain’, αποδεικνύοντας έτσι το συντηρητισμό του συστήματος των Μ.Μ.Ε., έρχεται σε αντίθεση με την επίσης ευρέως διατυπωνόμενη θέση ότι τα Μέσα έχουν ‘αλωθεί’ από τους ομοφυλόφιλους. Η αλήθεια είναι ότι καμία άλλη μειοψηφούσα ομάδα πληθυσμού δεν εξασφαλίζει τόσο έντονη προβολή από τα Μ.Μ.Ε. Ως γνωστόν, η δυνατότητα προσαρμογής της νομοθετικής πραγματικότητας στα συμφέροντα μιας κοινωνικής ομάδας είναι ανάλογη της επιφάνειας πίεσης που ασκεί η ομάδα αυτή στα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Τότε, το εύλογο ερώτημα είναι γιατί η νομική αποκατάσταση των ομοφυλόφιλων συμπολιτών μας υπολείπεται του δέοντος; Με άλλα λόγια, γιατί δεν έχουν καταφέρει να ανατρέψουν το συντηρητισμό της κοινής γνώμης και να επιβάλουν λύσεις που ευθυγραμμίζονται με τα συμφέροντά τους – ορισμένα από αυτά σχεδόν αυτονόητα για κάθε έμφρονα άνθρωπο;

Η απάντηση μάλλον εντοπίζεται στο γεγονός ότι, ενώ πολλά άτομα ομοφυλοφιλικού σεξουαλικού προσανατολισμού διαπρέπουν με το έργο τους, διακρίνονται στη δημόσια σφαίρα και έχουν εύκολη πρόσβαση στα κέντρα εξουσίας, δεν έχουν κατορθώσει (είτε λόγω απροθυμίας είτε λόγω ανικανότητας) να εκφέρουν πειστική επιχειρηματολογία ως προς τα δικαιώματά τους. Το να σου δίνεται βήμα είναι όντως πολύτιμο, αρκεί να έχεις κάτι να πεις. Η τηλεόραση έχει πλάσει για τους ομοφυλόφιλους μια εικόνα σχεδόν καρικατούρας, ενώ στο δημόσιο βίο η συζήτηση σπάνια διεξάγεται με προσόντα ώριμης και συνειδητής διεκδίκησης.

Η δράση δημιουργεί αντίδραση και η κοινωνική περιθωριοποίηση της ομοφυλοφιλίας έως τώρα έχει εκλύσει αντισώματα δημιουργικότητας ως διέξοδο των ομοφυλοφίλων από το περιθώριο. Πολύ φοβάμαι, όμως, πως ό,τι έχουν πετύχει ως άτομα αδυνατούν να το πετύχουν ως κοινωνική ομάδα. Μάλλον πρέπει οι ίδιοι πρώτοι, ως κοινότητα που μειονεκτεί δικαιικά, να αντιληφθούν ότι η διαφορά στη σεξουαλική προτίμηση δεν (πρέπει να) ενδιαφέρει οπουδήποτε αλλού παρά μόνο στην επιλογή ερωτικού συντρόφου. Πρέπει να ανοιχθούν στην (έστω και εχθρική αρχικά) κοινωνία χωρίς κόμπλεξ και τάσεις περιθωριοποίησης, να εκφέρουν πειστικό λόγο, να ανοίξουν ώριμο διάλογο. Τα τείχη του συντηρητισμού επιχειρούν να αποκλείσουν όσους θεωρούν ανεπιθύμητους από την υπόλοιπη κοινωνία. Από το να προσπαθείς -μάταια- να τα γκρεμίσεις με φωνές, καλύτερα να δεις την πόρτα που, λίγο παραδίπλα, στέκει ορθάνοιχτη.

(Στη φωτογραφία, ομοφυλόφιλος cowboy, πεπεισμένος πως η απονομή μόνο τριών βραβείων Όσκαρ στην ταινία 'Το μυστικό του Brokeback Mountain' βάλλει ευθέως κατά των ομοφυλοφίλων στο σύνολό τους, αναζητά τα μέλη της κριτικής επιτροπής, αποφασισμένος για εκδίκηση.)

Σάββατο, Μαρτίου 11, 2006

ΠΕΤΑΕΙ Ο ΑΕΤΟΣ;

Αξιόλογου πολιτικού συμβολισμού ήταν η προσπάθεια του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, κ. Παναγιώτη Ψωμιάδη, να ‘πετάξει’ στον ουρανό της Δευτερεύουσας (το ‘Συμπρωτεύουσα’, εκτός από ακαλαίσθητο, είναι και -σκόπιμα- παραπλανητικό) έναν τεράστιο χαρταετό, διαστάσεων 5χ5 μέτρα, τηρώντας έτσι το έθιμο που ταλαιπωρεί κάθε χρόνο μπαμπάδες (που πασχίζουν να εντυπωσιάσουν τον μπόμπιρά τους με τις ικανότητές τους στο πέταγμα του αετού) και τεχνικούς της Δ.Ε.Η. (που τρέχουν να ξεμπερδέψουν τα κατορθώματα των προηγούμενων). Η κατασκευή του χαρταετού ήταν τόσο πρόχειρη (για την αισθητική του ας μη σχολιάσω καλύτερα), ώστε τα λεπτά ξυλαράκια που αποτελούσαν το σκελετό του τσάκισαν σχεδόν αμέσως υπό το ίδιο του το βάρος. Το όραμα του Νομάρχη να υψώσει ‘το μεγαλύτερο χαρταετό των Βαλκανίων’ μπορεί να τελείωσε άδοξα, χρησιμεύει, ωστόσο, ως καλή αφετηρία κριτικής των πολιτικών του πεποιθήσεων και πρακτικών.

Ο κ. Ψωμιάδης εδώ και αρκετά χρόνια έχει αναγάγει το λαϊκισμό και την ‘εύκολη’ δεξιά ρητορεία σε προνομιακό πεδίο πολιτικής δραστηριοποίησής του. Το περιστατικό με τον χαρταετό προσφέρεται για παραλληλισμούς με τη λαϊκιστική πολιτική γενικά:


Ο λαϊκιστής δεν επιθυμεί να διακριθεί σε κάτι νέο, να πρωτοπορήσει, να καινοτομήσει. Θέλει απλώς να εντυπωσιάσει με το μέγεθος, το σχήμα, την εξωτερική εμφάνιση, ακόμη και αν αυτό που κάνει ή προτείνει είναι κάτι ανεδαφικό, μια μπούρδα, ένας τεράστιος χαρταετός που διαλύεται στο πρώτο φύσημα του ανέμου. Πασχίζει να υπερθεματίσει σε καθημερινά πράγματα που τα συναντάς σχεδόν παντού. Αυτό μπορεί να του προσφέρει ανέξοδη και χωρίς ιδιαίτερο ρίσκο δημοσιότητα και δημοφιλία. Έτσι, επαίρεται για το μεγαλύτερο χαρταετό, τη μεγαλύτερη σημαία, το μεγαλύτερο χριστουγεννιάτικο δέντρο, το μεγαλύτερο ανδριάντα, τη μεγαλύτερη εκκλησία, πλατεία κλπ. Επιλέγει χρονικές περιόδους χαλαρές -συνήθως αργιών- και δραστηριότητες χωρίς ιδιαίτερο πολιτικό ή κοινωνικό υπόβαθρο.


Αν και αυτό που υπογραμμίζει είναι ο υπερθετικός βαθμός (το πιο μεγάλο, το πιο ακριβό κλπ.), αυτό που προτάσσει και τελικά αυτό που ενθουσιάζει τα πλήθη είναι ο συγκριτικός: ότι είμαστε καλύτεροι, πλουσιότεροι, ισχυρότεροι από κάποιους ή απ’ όλους τους άλλους. Και, μάλιστα, στην άλλη πλευρά της σύγκρισης θέτει όποιον η ιδεολογία και η ρητορεία του υπονοεί ως εχθρό ή ως απειλή (ο λαϊκισμός απαιτεί φανατισμό και αυτός με τη σειρά του εχθρούς και επιβουλές για να επιβιώσει): τα κομμουνιστικά καθεστώτα αναζητούσαν αφορμές σε κάθε πεδίο προκειμένου να πείσουν τους λαούς τους για την υπεροχή του πολιτικο-οικονομικού τους συστήματος έναντι του αντίστοιχου καπιταλιστικού, ενώ το ίδιο έπραττε και η άλλη πλευρά του παραπετάσματος. Παρομοίως και οι πολιτικοί με εθνικιστικό προσανατολισμό προσπαθούν να επιδείξουν στις μάζες σημεία υπεροχής του έθνους τους έναντι των άλλων (κυρίως γειτονικών ή εχθρικών) που όμως δεν συνδέονται με τον πυρήνα της οικονομικής, πολιτικής ή κοινωνικής τους ανάπτυξης αλλά με περιφερειακά, συχνά ασήμαντα γεγονότα.


Πρόσφορο πεδίο τέτοιων συγκρίσεων, που συνήθως δεν αντανακλούν και αντίστοιχα ισχυρό οικονομικό ή κοινωνικό σύστημα, είναι ο αθλητισμός, οι διαγωνισμοί ομορφιάς, τραγουδιού κλπ. Το κλασικό λογικό σχήμα που χρησιμοποιείται είναι να επεκτείνεται η υπεροχή κάποιου ή κάποιων προσώπων μιας ορισμένης υπηκοότητας έναντι κάποιων άλλων προσώπων διαφορετικής υπηκοότητας στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου αγώνα ή διαγωνισμού, σε υπεροχή γενικά ενός έθνους ή ενός πολιτικού συστήματος έναντι ενός άλλου. Αυτή η μανία για υπεροχή έναντι του άλλου, που δεν εδράζεται στην ανάγκη για ποιοτική αξιολόγηση των οικονομικών, κοινωνικών ή πολιτικών δομών μιας κοινωνίας σε σχέση και με τον περίγυρό της, αλλά στη γενίκευση περιθωριακών και εν πολλοίς συμπτωματικών γεγονότων, τυγχάνει ένθερμης υποδοχής και ικανοποίησης από πολιτικούς φορείς με έντονη ροπή στο λαϊκισμό.


Αξιοσημείωτο είναι, τέλος, το γεγονός ότι συνήθως η σκοπιμότητα (και τελικά η μιζέρια) των φορέων τέτοιων αντιλήψεων προδίδεται και από το πεδίο στο οποίο επιλέγουν να κάνουν τη σύγκρισή τους, προκειμένου να αυτοϊκανοποιηθούν εθνικά ή ιδεολογικά. Αναζητούν ένα πεδίο σύγκρισης αφενός προνομιακό (και αυτό μαρτυρά πού πραγματικά εντάσσουν και οι ίδιοι το κράτος τους) και αφετέρου εμπλεκόμενο με τον ‘εχθρό’ που θέλουν να εμφανίσουν ως κατώτερο. Έτσι, ο Νομάρχης Θεσσαλονίκης θα πετούσε ‘το μεγαλύτερο χαρταετό των Βαλκανίων’ (άραγε σε πόσες άλλες χώρες των Βαλκανίων ή της υπόλοιπης Ευρώπης να υπάρχει το έθιμο του χαρταετού, ώστε να έχει νόημα η σύγκριση;) και γενικά στη χώρα μας η σύγκριση γίνεται κατά κανόνα σε επίπεδο Βαλκανίων, Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής κλπ., προδίδοντας μια απίστευτη μιζέρια ως προς το ποιους θεωρούμε ως ανταγωνιστές μας στο σύγχρονο κόσμο (δηλαδή σχεδόν τους ίδιους που θεωρούσαμε ανταγωνιστές κατά τους Βαλκανικούς ή τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη στιγμή που το σύγχρονο διακύβευμα δεν είναι τα εδάφη αλλά το εμπόριο, η γνώση και η τεχνολογία).


Οι χαρταετοί του λαϊκισμού πάντα θα υψώνονται από κάποιους και πάντα θα πέφτουν, καθώς το χοντροκομμένο σώμα τους θα τσακίζει την εύθραυστη ραχοκοκαλιά τους με το πρώτο φύσημα κάποιου ανέμου ορθολογισμού. Η αποθέωση της ασημαντότητας πάντα θα συγκεντρώνει τα φώτα της δημοσιότητας, όπως ακριβώς και ένας πλουμιστός χαρταετός 5χ5μ., ενώ τριγύρω η πραγματική ζωή θα συνεχίζει αμέριμνη, μακριά από τους υποτιθέμενους καταγραφείς της.


(Η δεύτερη εικόνα αποτελεί ταπεινή συμβολή αυτού του ιστοχώρου στη φιλότιμη προσπάθεια της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης να πετάξει, του χρόνου πλέον, τον μεγαλύτερο χαρταετό των Βαλκανίων. Ο αγώνας συνεχίζεται!)

Πέμπτη, Μαρτίου 09, 2006

WHER’ I END 'ND U BEGIN

Μου αρέσουν πολύ τα blog. Είναι, νομίζω, η μόνη μορφή τόσο ελεύθερης και διαδραστικής (ηλεκτρονικής) επικοινωνίας. Κάθε είδους δημοσίευση (ο,τιδήποτε κι αν αφορά – οπουδήποτε κι αν γίνεται) μοιάζει λίγο σαν να κλείνεις ένα μήνυμα σε ένα μπουκάλι και να το ρίχνεις κάπου. Ξέρεις –ή τουλάχιστον ελπίζεις- ότι κάποιος θα το βρει και θα το διαβάσει. Η απόσταση μεταξύ πομπού και δέκτη είναι γοητευτική, αλλά ταυτόχρονα κυκλώνει τον πρώτο με την ανασφάλεια (πρώτα) αν ποτέ κανείς θα διαβάσει αυτό που έστειλε και (έπειτα) πώς θα το σχολιάσει.

Αν έστελνες τα κείμενά σου σε μια εφημερίδα ή σ’ ένα περιοδικό, θα ένιωθες σα να έριξες το μπουκάλι που περιέχει το μήνυμά σου στη θάλασσα. Μάλλον το κύμα θα το φέρει στα χέρια κάποιου. Δύσκολα, ωστόσο, θα μάθεις τις εντυπώσεις που του άφησε, εφόσον δεν τον γνωρίζεις προσωπικά, ακόμα κι αν ο δέκτης του μηνύματος κολυμπάει λίγα μέτρα παραδίπλα.


Όταν ‘ανεβάζεις’ κείμενα σε ένα
blog τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά: μοιάζει περισσότερο σα να ρίχνεις το μπουκάλι στο διάστημα. Το διαδίκτυο είναι κάτι αντίστοιχα αχανές. Δεν μπορείς να πιστεύεις βάσιμα ότι θα διαβάσουν το blog σου πολλοί - ίσως τελικά τα μόνα ‘κλικ’ που θα το αγγίξουν να ακουστούν απ’ το δικό σου ποντίκι. Ίσως, πάλι, κάποιος να το δει. Ως εκεί, όμως. Χρόνο πολύ δεν θα έχει. Ούτε και το κείμενό σου είναι τόσο καλό, ώστε να ξοδέψει κι άλλα δευτερόλεπτα μιας ζωής.

Αν, ωστόσο, πιστεύεις ότι είσαι τόσο τυχερός, ώστε το μπουκάλι σου να χτυπήσει στο παράθυρο του
Star Trek την ώρα που ο Mr. Spock απλώνει έξω την μπουγάδα, και τόσο ικανός, ώστε ενθουσιασμένος να το διαβάσει από τα μεγάφωνα σε όλο το πλήρωμα, μάλλον χαραμίζεσαι. Στην ‘Τόλμη και γοητεία’ θα πλήρωναν καλά κάποιον με τη φαντασία σου, προκειμένου να βρει και άλλους πιθανούς συνδυασμούς παθιασμένου έρωτα, κέρατου και ίντριγκας μεταξύ των δέκα πρωταγωνιστών, τη στιγμή που νομπελίστες μαθηματικοί διαβεβαιώνουν τους σεναριογράφους ότι έχουν ήδη εξαντλήσει και τις 6.728 δυνατές αλλαξοκωλιές (με απενεργοποιημένους πάντα τους περιορισμούς λόγω φύλου, συγγένειας και ηλικίας).

Από την άλλη, το
blog είναι ένας απολύτως διαδραστικός τρόπος επικοινωνίας. Όποιος τυχόν το διαβάσει μπορεί να σου απαντήσει αμέσως και το σχόλιό του να αναρτηθεί σε συνέχειά του δικού σου κειμένου. Οι παραδοσιακές δυνατότητες απάντησης (μέσω επιστολής κλπ.), έμφυτα ακρωτηριασμένες λόγω των αυτονόητων δυσχερειών χώρου και χρόνου ως προς τη δημοσίευσή της, φαντάζουν πλάι στην εκπληκτική διαδραστικότητα του blog τόσο απλές και αμήχανες, όσο ο Κώστας Σημίτης δίπλα στην οικογένεια Φλωρινιώτη.

Όπως και να ’χει, τελικά, λέω να τολμήσω να στείλω κάποια συντρίμμια της σκέψης μου να περιπλανηθούν ελεύθερα στο κυβερνο-χάος. Στην καλύτερη περίπτωση θα γλιτώσω ένα σκασμό λεφτά απ’ την ψυχανάλυση. Στη χειρότερη θα έχω αφήσει μόλις ξημερώσει καναδυό μαύρα κούτσουρα να σιγοκαπνίζουν τη μέρα σας. Μ’ ακούει κανείιιιις; Πάρτε το μηδέεεεεεν…